- πολυμόρφως
- Αεπίρρ. βλ. πολύμορφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυμόρφως — πολύμορφος multiform adverbial πολύμορφος multiform masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύμορφος — η, ο / πολύμορφος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολύμορφο χημ. πολύμορφο σώμα 2. φρ. α) χημ. «πολύμορφο σώμα» και «πολύμορφη ένωση» ένωση που εμφανίζεται σε περισσότερες από … Dictionary of Greek